Λοξώ

Λοξώ
Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Boρέα και μαζί με τις αδελφές της μετέφερε τα δώρα των υπερβόρειων Αριμασπών προς τον Απόλλωνα και την Άρτεμη στη Δήλο. Το όνομά της προέρχεται πιθανότατα από τον Απόλλωνα Λοξία.
* * *
Λοξώ, -οῦς, ἡ (Α) [λοξός]
προσωνυμία τής Αρτέμιδος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λοξῷ — λοξός slanting masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοξώ — λοξός slanting masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • HECAERGE — nympha Claud. in 2. Cons. Stilich. Carm. 24. v. 253. Metuenda feris Hecaerge Et soror, optatum numen venantibus, Opis. Callimach. Οὖπις το Λοξώ τε καὶ εὐαίων Ε῾καέργη. Nic. Lloyd. Eadem cum Hecate, Voss. Sicut enim Apollo Ε῾κάεργος quasi ὁ τὰ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λοξός — ή, ό (AM λοξός, ή, όν) 1. ο μη ευθύς, αυτός που σχηματίζει οξεία γωνία προς την ευθεία, πλάγιος (α. «ο δρόμος αυτός είναι λοξός προς τον κεντρικό» β. «λοξὸς κύκλος», Αριστοτ. γ. «λοξὴ φάλαγξ», Ασκληπιόδ.) 2. (για βλέμμα) α) κακός, φθονερός… …   Dictionary of Greek

  • Archery — competition in West Germany in the early 1980s …   Wikipedia

  • Loxo — LOXO, us, Gr. Λοξὼ, ους, (⇒ Tab. VII.) eine von den Töchtern des Boreas. Callimach. Hymn. in Del. v. 292. Sieh Boreas und Hecaerge …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • Opis (Hyperborea) — Opis (griechisch Ὦπις), auch Upis (Οὖπις) ist in der griechischen Mythologie eine hyperboreische Jungfrau, die in Zusammenhang mit den Kulten des Apollon und der Artemis Eileithyia nach Delos kam, dort starb und deren Grab kultisch verehrt… …   Deutsch Wikipedia

  • επιλοξώ — ἐπιλοξῶ, όω (Α) βλέπω λοξά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λοξώ «τοποθετώ πλαγίως» (< λοξός)] …   Dictionary of Greek

  • λοξώνω — (AM λοξῶ, όω, Μ και λοξώνω) [λοξός] κάνω κάτι λοξό, λοξεύω («ἱκανῶς ἂν καὐτὴ λοξοῑτο ἀπὸ τοῡ μεσημβρινοῡ σημείου πρὸς τὴν ἑσπέραν», Στράβ.) αρχ. ρίχνω κάτι πλάγια …   Dictionary of Greek

  • λόξωση — η (AM λόξωσις) [λοξώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λοξώνω, η λόξευση («ἀναρμόστως ἔχειν τὰ κλίματα διὰ τὴν λόξωσιν», Στράβ.) νεοελλ. φρ. «λόξωση τής εκλειπτικής» αστρον. η γωνία που σχηματίζεται από τα επίπεδα τής εκλειπτικής και τού ουράνιου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”